Ειδική Αγωγή και πρώιμη παρέμβαση

Στην ανάπτυξη των παιδιών, παίζουν ρόλο δύο πολύ σημαντικοί παράγοντες, η κληρονομικότητα και το περιβάλλον. Όσον αφορά τον πρώτο παράγοντα δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτά που συμβαίνουν μέχρι την στιγμή της γέννησης, αλλά όταν εισέρχεται ο παράγοντας περιβάλλον, η κατάσταση αλλάζει.

Ο τρόπος που μπορούμε να επιδράσουμε στο περιβάλλον του παιδιού είναι μέσω της εκπαίδευσης. Η εκπαίδευση αποτελεί μια σκόπιμη διαδικασία της αλληλεπίδρασης μεταξύ δασκάλου και μαθητή στην πορεία της οποίας πραγματοποιείται η μόρφωση, η αγωγή και η ανάπτυξη του ανθρώπου. Σκοπός της εκπαίδευσης, λοιπόν, είναι η μετάδοση ορισμένων γνώσεων, δεξιοτήτων και συνηθειών, η διαπαιδαγώγηση βάσει ορισμένων προσόντων και η ανάπτυξη των νοητικών ικανοτήτων των μαθητών.

Μερικοί μαθητές όμως, αδυνατούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της γενικής εκπαίδευσης. Σε αυτό το σημείο έρχεται να παρέμβει η Ειδική Αγωγή, η οποία πιστεύει ότι με τον κατάλληλο τρόπο διδασκαλίας κάθε άτομο μπορεί να βελτιώσει και να αναπτύξει τις ικανότητες του με στόχο την αυτονομία και αυτοδυναμία του για να μπορεί να έχει μια καλύτερη ποιότητα ζωής και να μη ζει στο περιθώριο.

Η ειδική αγωγή δέχεται τις ιδιαιτερότητες του κάθε παιδιού και προσαρμόζει το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στις δικές του ανάγκες και ρυθμό μάθησης με τη δημιουργία ενός εξατομικευμένου προγράμματος με σκοπό να αναπτύξουν τις ικανότητές τους στο μέγιστο που μπορεί να φτάσει το κάθε παιδί. Ο σχεδιασμός αυτών των προγραμμάτων γίνεται με βάση τις αρχές της ένταξης και της ενσωμάτωσης.

Για την μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα της ειδικής αγωγής παίζει μεγάλο ρόλο η έγκαιρη ανίχνευση των δυσκολιών καθώς και η έγκαιρη παρέμβαση. Με τον όρο λοιπόν, πρώιμη παρέμβαση ορίζουμε όλες τις μορφές παιδοκεντρικών δραστηριοτήτων εντοπισμού, εξάσκησης και εκπαίδευσης καθώς και δραστηριοτήτων που αφορούν στην καθοδήγηση γονέων και εκπαιδευτικών οι οποίες έχουν ως στόχο να ανατρέψουν ή να περιορίσουν τους παράγοντες επικινδυνότητας. Ο όρος επικινδυνότητα αναφέρεται σε παράγοντες περιβαλλοντικούς, κοινωνικούς ή κληρονομικούς. Υπολογίζεται ότι το 1/3 των παιδιών προσχολικής ηλικίας βρίσκεται σε επικινδυνότητα για σχολική αποτυχία.

Οι δυσκολίες αρχίζουν να εμφανίζονται από τη γέννηση και σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο εγκέφαλος έχει περιόδους ειδικής ευαισθησίας κατά τη διάρκεια των οποίων είναι βιολογικά προγραμματισμένος για την ανάδυση μιας ικανότητας (π.χ. η λογική και τα μαθηματικά από 0-4 χρ., η μητρική γλώσσα κυρίως τα 4 πρώτα χρόνια ενώ η μουσική από 3-10 χρ.), θα πρέπει, η πρώιμη παρέμβαση να ξεκινά όσο το δυνατόν νωρίτερα, προσφέροντας στο παιδί ένα καλό ξεκίνημα με επαρκή σε ποσότητα και κατάλληλα σε ποιότητα ερεθίσματα καθώς και ευκαιρίες για δράση – πράξη και ενεργό μάθηση.

Παιδιά που παρακολουθούν προγράμματα πρώιμης παρέμβασης έχουν θετικές επιδράσεις στις γνωστικές και κοινωνικές τους δεξιότητες καθώς και μειωμένα προβλήματα συμπεριφοράς. Ακόμη μπορεί να προλάβει μια δυσκολία για να μη γίνει μόνιμη ή να μειώσει τα συμπτώματα και να βελτιώσει τις ικανότητες του παιδιού ανεξάρτητα από το είδος της ανεπάρκειας, αν υπάρχει.

Ένα βασικό κριτήριο για τους γονείς είναι το παιδί να μην έχει κατακτήσει δεξιότητες που αντιστοιχούν στην χρονολογική του ηλικία και να υστερεί σημαντικά σε σχέση με τους συνομηλίκους του. Ενδεικτικά, το ανιχνευτικό Αναπτυξιακό Τεστ DENVER,το οποίο σταθμίστηκε στην Ελλάδα από τους Τσίκουλα Ι. και Τσερμενίδη Ι., αναφέρει για την αδρή κινητικότητα σε ηλικία 2,5 ετών το παιδί θα πρέπει να μπορεί:

  • Να πηδά επιτόπου
  • Να κλωτσά μια μπάλα προς τα εμπρός
  • Να ανεβαίνει σκαλοπάτια
  • Να πετά μπάλα με τα χέρια
  • Να περπατά προς τα πίσω
  • Να σκύβει και να σηκώνεται μόνο

Ακόμη ένα παιδί ηλικίας 3,5 ετών θα πρέπει να μπορεί:

  • Να ανακοινώνει αυθόρμητα κάποιο γεγονός
  • Να ονομάζει πέντε ζώα
  • Να χρησιμοποιεί τον παρατατικό
  • Να περιγράφει δραστηριότητες που απεικονίζονται σε εικόνα
  • Να χρησιμοποιεί τον πληθυντικό
  • Να λέει εγώ- εσύ, δικό μου – δικό σου.

Στο Πράξις παρέχουμε προγράμματα πρώιμης παρέμβασης τα οποία σχεδιάζονται μετά από πλήρη αξιολόγηση του παιδιού από τη διεπιστημονική μας ομάδα, η οποία απαρτίζεται από ειδικό παιδαγωγό, εργοθεραπευτή, φυσιοθεραπευτή, λογοθεραπευτή, ψυχολόγο και κοινωνικό λειτουργό. Επιπλέον, ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες κάθε παιδιού (κάθε άτομο είναι ξεχωριστό) και τον όσο καλύτερο προσδιορισμό των στόχων της παρέμβασης, η ομάδα μας συνεργάζεται με παιδονευρολόγο ή αναπτυξιολόγο-παιδίατρο ή παιδοψυχίατρο Στην λήψη αποφάσεων καλούνται να συμμετέχουν και οι γονείς οι οποίοι συναποφασίζουν μαζί με τους ειδικούς τους στόχους της παρέμβασης.

Scroll to Top